- χρυσάνθεμο
- Φυτό του γένους χρυσάνθεμο (οικογένεια σύνθετων ή κομποζιτών, δικοτυλήδονα) που κατάγονται από την Ιαπωνία (είναι το εθνικό της άνθος) και την Κίνα και καλλιεργούνται για διακοσμητικούς σκοπούς. Συνήθως με τη λέξη χ. εννοούνται τα υβρίδια των ειδών χ. το μοριόφυλλο, χ. το ινδικό και άλλων συγγενών ειδών. Στην Ελλάδα ανθίζουν κατά τον Οκτώβριο (γι’ αυτό τα λένε και αγιοδημητριάτικα) και διακοσμούν πάρκα, ζαρντινιέρες, αλλά περισσότερο χρησιμοποιούνται για στολισμό.
Πρόκειται για ετήσιες ή πολυετείς όρθιες πόες, με φύλλα ποικίλης μορφής, αλλά κατά το πλείστον προμήκη ή ωοειδή, πτεροειδή, έλλοβα ή κατασχισμένα - οδοντωτά. Τα άνθη είναι ενωμένα κατά κεφάλια ακτινοειδή ή δισκοειδή. Στα κλασικά χ., τα γλωσσοειδή ανθίδια είναι πολύ επιμήκη, λευκά ή άλλου χρώματος, γραμμοειδή, ανακατεμένα ή σγουρά, με τρόπο ώστε να σχηματίζουν ταξιανθίες σφαιρικές και συχνά –όπως στις πλέον πρόσφατες και εκτιμούμενες ποικιλίες– πολύ ογκώδεις.
Υβρίδια μερικών συνθέτων του γένους χρυσάνθεμο. Κατάγονται από την Ιαπωνία και την Κίνα, ανθίζουν μεταξύ Σεπτεμβρίου - Νοεμβρίου και έχουν εντυπωσιακά λουδούδια.
Χρυσάνθεμα. Στην Ελλάδα ανθίζουν συνήθως τον Οκτώβριο.
* * *το / χρυσάνθεμον, ΝΜΑνεοελλ.βοτ. γένος ποωδών φυτών τής οικογένειας σύνθετα, τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικάμσν.-αρχ.1. το φυτό βατράχιο2. το φυτό ελίχρυσο3. το φυτό χαλκάς*4. το φυτό χρυσοκόμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + ἄνθεμον «λουλούδι». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. chrysanthemum) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. chrysanthemum)).
Dictionary of Greek. 2013.